- κρουματικός
- κρουματικός, -ή, -όν (Α) [κρούμα]1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» — η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνουβ) «λέξεις κρουματικαί» — ο ήχος έγχορδου οργάνου ή, κατ' επέκταση, άναρθρος ήχος.
Dictionary of Greek. 2013.