κρουματικός

κρουματικός
κρουματικός, -ή, -όν (Α) [κρούμα]
1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου
2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» — η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου
β) «λέξεις κρουματικαί» — ο ήχος έγχορδου οργάνου ή, κατ' επέκταση, άναρθρος ήχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρουματικῆς — κρουματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουματικήν — κρουματικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”